πλημμύρα

πλημμύρα
Η ανύψωση της στάθμης των νερών ποταμού, λίμνης ή θάλασσας και η έξοδός τους από την κοίτη τους. Η π. οφείλεται συνήθως σε κλιματολογικές συνθήκες με τη βοήθεια και της μορφολογίας του εδάφους. Αίτια είναι οι ραγδαίες και διαρκείς βροχές, η απότομη τήξη των πάγων και, σε παράλιες εκτάσεις, η ανύψωση της στάθμης της θάλασσας από παλιρροϊκά φαινόμενα. Επίσης π. εμφανίζονται έπειτα από ισχυρούς σεισμούς, που προκαλούν τα σεισμικά, όπως λέγονται, κύματα της θάλασσας, όταν αποφράσσονται οι έξοδοι των νερών. Οι ζημιές που προκύπτουν από τις π. είναι μεγάλες. Ο περιορισμός τους επιδιώκεται με την κατασκευή έργων για τη συγκράτηση, όσο είναι δυνατόν, των νερών ή την επιβράδυνση της ροής τους. Για τον περιορισμό των π. χρήσιμη είναι και η αναδάσωση. Κατασκευάζονται επίσης τεχνητές λίμνες και φράγματα. Πλημμυρισμένη γειτονιά της πόλης Σάντα Φε στην Αργεντινή (φωτ. ΑΠΕ). Τον Ιανουάριο του 1963, η Αθήνα «πνίγεται» από σφοδρή καταιγίδα, με αποτέλεσμα μεγάλες καταστροφές σε κάποιες φτωχές συνοικίες, όπως το Μπουρνάζι (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»). Η μεγάλη πλημμύρα στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1977 έγινε αιτία να χάσουν τη ζωή τους 24 άνθρωποι (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *
η, ΝΜΑ, και πλημύρα Ν, και πλήμμυρα Α
1. υψηλή υδάτινη στάθμη κατά την οποία το νερό κατακλύζει τα φυσικά ή τεχνητά αναχώματα μιας κατά κανόνα άνυδρης χέρσου, όπως ένας ποταμός κατακλύζει την πεδιάδα υπερχείλισής του
2. μτφ. υπεραφθονία, υπερβολικά μεγάλη ποσότητα («πλημμύρα εντυπώσεων» β. «κακῶν πλήμμυραν», Σέξτ. Εμπ.) || νεοελλ. φρ. «παγετωνική πλημμύρα»
γεωλ. απελευθέρωση μεγάλου όγκου νερού κατά την τήξη ενός παγετώνα, που κατακλύζει τις περιοχές πίσω από φράγματα πάγου, σε παραποτάμους ή κάτω από μάζες πάγου
αρχ.
ιατρ. πληθώρα, συσσώρευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. πλημυρίς (βλ. λ. πλημμυρίδα) με επίθημα -ja].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλημμύρα — η 1. ανύψωση στάθμης νερού ποταμού ή λίμνης και έξοδος από την κοίτη: Οι πολλές βροχές προκαλούν πλημμύρες. 2. μτφ., μεγάλη ποσότητα, αφθονία πραγμάτων, μεγάλος αριθμός προσώπων: Πλημμύρα τα φρούτα στην αγορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλημμύρα — πλημμύ̱ρᾱ , πλήμμυρα fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμύρᾳ — πλημμύ̱ρᾱͅ , πλήμμυρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήμμυρα — πλήμμῡρα , πλήμμυρα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου …   Dictionary of Greek

  • Σισλέ, Αλφρέ — (Sisley). Γάλλος ζωγράφος (Παρίσι 1839 Μορέ συρ Λουάν 1899). Από αγγλική οικογένεια, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την τοπιογραφία του Τέρνερ και του Κόνσταμπλ. Γυρίζοντας στο Παρίσι, συνδέθηκε φιλικά… …   Dictionary of Greek

  • πλημμύρας — πλημμύ̱ρᾱς , πλήμμυρα fem acc pl πλημμύ̱ρᾱς , πλήμμυρα fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”